Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2009

Μια Βόλτα πολυήμερη στην Ιταλία


Η βόλτα μας, ξεκινάει την Πέμπτη 29/01/09 απ’ την Ηγουμενίτσα, στις 23:00. Που θα βρούμε τα υπόλοιπα παιδιά και θα μπούμε στο πλοίο.

Μια τέτοια διαδρομή όμως, ξεκινάει από το σπίτι. Το πρώτο μέρος της, είναι το κομμάτι Αθήνα – Ηγουμενίτσα.

Τι να πάρω μαζί μου; Τι χρειάζομαι; Τι είναι απαραίτητο στα "Ελληνικά χωριά της Νότιας Ιταλίας;"

Η Λίστα.

Κατ αρχήν τα χαρτιά!!! Την άδεια της μηχανής, την ασφάλεια της, την πράσινη κάρτα.

Η πράσινη κάρτα, άσχετα με ότι σας λέει ο πράκτοράς σας, είναι δωρεάν. Αν κάνετε τον κόπο να πάτε μέχρι τα γραφεία της εταιρείας σας, θα την παραλάβετε επί τόπου.

Πρόκειται απλώς για ένα μεταφρασμένο στ’ αγγλικά χαρτί, που δηλώνει ότι η αγαπημένη σας είναι ασφαλισμένη, κι έχει ουσιαστική ισχύ μέχρι την λήξη του συμβολαίου.

Έπειτα τα ρούχα. Όταν πάτε σε κλίμα που δεν γνωρίζετε, καλό είναι, ότι έχετε να το πάρετε.

Οπωσδήποτε ένα «κλασικό» αδιάβροχο κι ένα δεύτερο ζευγάρι γάντια.

Γιατί αφ’ ενός μπορεί να πέσετε σε καταρρακτώδη βροχή, αφ’ ετέρου, το αδιάβροχο, είναι εξαιρετικό αντιανεμικό.

Ένα δυο σετ ισοθερμικά, (γάντια, μπλούζα, παντελόνι, κάλτσες, να έχετε ν’ αλλάζετε), γιατί μπορεί ν ανακαλύψετε ότι στην Ελλάδα δεν κάνει κρύο, ένα δύο ρούχα «πολιτικά», για να μπορείτε να «κυκλοφορήσετε σαν άνθρωποι» και να βγείτε μια βόλτα.

Κι εννοείτε φυσικά, πως ξεκινάτε φορώντας “cordura” πάνω κάτω με επενδύσεις, και μοτοσικλετιστικές μπότες, ψεκασμένες με σπρέϋ σιλικόνης για να είναι αδιάβροχες. Παρά το σπρέϋ όμως, κι ένα ζευγαράκι γκέτες καλό είναι να υπάρχει!!!

Αν έχετε «εκκρεμότητες» με τα δόντια σας, πάρτε μαζί σας αντιβίωση και παυσίπονα.

Θα χρειαστούν.

Πέρα απ’ τον ατομικό μας εξοπλισμό, υπάρχουν κι άλλα απαραίτητα.

Ένα φαρμακείο αυτοκινήτου. Αν όχι για την υγεία μας, για την τσέπη μας. (έξω σέρνονται κλήσεις γι’ αυτά τα πράγματα).

Ένας φακός. Που έχουμε τσεκάρει ότι δουλεύει.

Ένα σετ επισκευής ελαστικών, με αμπούλα πεπιεσμένου αέρα.

Ένα σπρεϋ αλυσίδας. Που δεν έχουμε χάσει ακόμα το σωληνάκι.

Ότι εργαλεία χρειαζόμαστε (εφ’ όσων έχουμε την γνώση) για να αλλάξουμε λάμπες, ντίζες και μπουζί, κι εννοείτε τα αντίστοιχα ανταλλακτικά.

Αν λείψουμε για μέρες, ή πρόκειται να κάνουμε πολλά χιλιόμετρα, καλό είναι να έχουμε μαζί και το λαδάκι μας.

Αν και στην Ευρώπη, κάτι τέτοιο είναι μάλλον περιττό.

Η φιλοσοφία γενικά είναι, αποφεύγουμε να μείνουμε στην μέση του πουθενά, από κάτι γελοίο.

Αν κι εδώ που τα λέμε, αν είναι να………

Ο νόμος του Merphy προβλέπει, ότι θα χρειαστείς αυτό που ξέχασες. Ή αυτό που λείπει τέλος πάντων.

Γι’ αυτό καθίστε ψύχραιμα και σκεφτείτε την δική σας λίστα.

Που καλύπτει τις δικές σας ανάγκες.

Το υγρό των φακών επαφής για παράδειγμα.

Την οδοντόβουρτσα ή και τα ξυριστικά σας.

Τον φορτιστή του κινητού.

Σαμπουάν κι αφρόλουτρα.

Ένα τσαντάκι για να βάλετε τα ψιλολόγια μέσα.

Το φόρτωμα.

Αν έχουμε διώροφο tank bag, καλό είναι να μην το αναπτύξουμε. Μπορεί να μας εμποδίζει απ’ το να στρίψουμε μέχρι το να βλέπουμε. Και οπωσδήποτε ελέγχουμε αν βρίσκει για παράδειγμα στην μίζα, όταν στρίβουμε δεξιά, κλπ.

Σ’ αυτό, βάζουμε τα είδη πρώτης ανάγκης. Πρώτα – πρώτα στην διαφανή θήκη, βάζουμε τον χάρτη. Στην εξωτερική και άμεσα προσβάσιμη θέση, χαρτιά, camera, κινητό, και μερικά χρήματα.

Στην μεγάλη θήκη, βάζουμε καλά διπλωμένα τα ισοθερμικά μας, πετσέτες και καλλυντικά.

Στην μπαγκαζιέρα βάζουμε τα «εξωτερικά» μας ρούχα, που πιάνουν όγκο απ’ τις ενισχύσεις, τα «πολιτικά», παντόφλες και εφεδρικά παπούτσια ή (όπως εγώ) το….. Lap top και την φωτογραφική τσάντα.

Η προετοιμασία.

Δέκα περίπου μέρες πριν ξεκινήσουμε, κάνουμε service.

Αν θέλουμε να κάνουμε αλλαγές, (επιπλέων φώτα, παροχές, κάγκελα κλπ.), τις κάνουμε τότε. (μαζί με το service).

Αυτό το δεκαήμερο, φροντίζουμε να κυκλοφορούμε με την μηχανή κάνοντας περίπου χίλια χιλιόμετρα. (Ώστε αν κάτι δεν έχει γίνει σωστά, να φανεί εδώ!!!

Το βράδυ πριν ξεκινήσουμε, αφήνουμε την μηχανή με γεμάτο ντεπόζιτο και ελεγμένα σωστό αέρα στα λάστιχα.

Ένα καλό αφρόλουτρο αφού τελειώσουμε με το φόρτωμα, μας βοηθάει να κάνουμε έναν χαλαρό και ξεκούραστο ύπνο.

Ώστε να αρχίσουμε την μέρα και το ταξίδι μας ξεκούραστοι και γεμάτοι ενέργεια.

Το πρωί ξυπνάμε, τοποθετούμε την μπαγκαζιέρα και το tank bag στην θέση τους, ζεσταίνουμε την μηχανή, την καβαλάμε και ξεκινάμε.

Καλό ταξίδι!!!

Για την βοήθεια και την καθοδήγηση στην δημιουργία της λίστας, ευχαριστώ τον Ζήση, πωλητή της Dainese Καλλιρρόης 27, και τους συνάδελφους μοτοσικλετιστές της ΛΕΜΟΤ που μου πρότειναν τον Τζωρτζόπουλο Καλλιρρόης 71 και τελικά συμπλήρωσα την λίστα μου.

..........................................................................................................................................

Τρίτη 20 Ιανουαρίου 2009

Μια βόλτα με παρέα στο Λουτράκι.

Σαν βγεις στον πηγαιμό για το Λουτράκι, να εύχεσαι να είναι βατός του πηγαιμού ο δρόμος.

Τους Ι.Χ.-δες και τα διόδια να τα φοβάσαι. Ώρες πολλές ακίνητο στην εθνική. Μπορεί να σε κρατήσουν.

Γι αυτό να πας από παλιά!!!.

Κυριακή πρωί. Πρώτη λιακάδα του χειμώνα. Όλα τα ταλαιπωρημένα από τον εβδομαδιαίο κάματο ανθρωπάκια, παίρνουν τα «κουβαδάκια» τους, με την ελπίδα να βάλουν έστω Τρίτη στο σασμάν (έτσι για αλλαγή) και να πιουν καφέ στην παραλία. Με αποτέλεσμα φυσικά, να μετατρέψουν την εθνική, σε Πατησίων.

Το ραντεβού είναι κανονισμένο για τις 11:00 στην «πλάστιγγα» (τώρα πια τουριστικό περίπτερο Χαϊδαρίου) αναχώρηση 11:20. έγραφε το post.

Έχεις φτάσει στην ώρα σου. Είσαι πρώτος. Παίρνεις ένα καφεδάκι και περιμένεις.

Σκέπτεσαι την διαδρομή: Αθήνα (από παλιά), Λουτράκι , Πίσια , Σχίνο , Αλεποχώρι , Μέγαρα , Αθήνα.

Ενώ απολαμβάνεις τον χειμωνιάτικο ήλιο.

Λατρεύεις τις Αλκυονίδες μέρες. Είναι τόσο φωτεινές. Τόσο γλυκές. Τόσο ζωντανές. Όμορφες!!! Όλα είναι λαμπερά και με ζωηρά χρώματα. Κι η θερμοκρασία τόσο φιλική.

Κι ενώ χάνεσαι ρεμβάζοντας κάτω απ το τρυφερό χάδι του ήλιου, αρχίζουν να καταφτάνουν οι πρώτες μηχανές. Και μόλις βγει το κράνος, είτε αναγνωρίζεις ένα γνωστό πρόσωπο, είτε την αναρώτηση στο βλέμμα. Τώρα αυτός που με κοιτάει. Μ’ εμάς είναι η με τους άλλους;

Γιατί υπάρχουν κι άλλοι. Πολλοί άλλοι. Κάποιοι απ’ τους οποίους θα πάνε Επίδαυρο, Ναύπλιο η όπου αλλού.

Σιγά-Σιγά, ξεχωρίζουν τα γκρουπ καταλαβαίνεις ποιοι είναι οι δικοί σου. Φτιάχνετε κι εσείς το πηγαδάκι σας, συζητώντας για το αν υπάρχουν αλλαγές στην διαδρομή, που θα γίνουν στάσεις, κλπ

Κάποιος καθυστερημένος, τηλεφωνεί. Έρχομαι. Σε 5 λεπτά έφτασα. Μην φύγετε.

Ώρα να ζεστάνουμε τις μηχανές. Αρχίζουν ήχοι από μίζες και κινητήρες να γεμίζουν τον χώρο. Χωρίζονται τα γκρουπ των αργών και των γρήγορων.

Κι οι οδηγοί, χωρίς βιασύνη, χαλαρά, κουμπώνουν τα μπουφάν και βάζουν τα κράνη τους. Αργά. Με μια νωχελική σχολαστικότητα

Επιτέλους, φτάνει κι ο αργοπορημένος. Βάζουμε τα γάντια, ξε-παρκάρουμε, μετριόμαστε και μπαίνουμε στην σειρά. Τελευταία ερώτηση. Έχουμε όλοι βενζίνη; Καταφατικά νεύματα απαντούν ναι. Πρώτη στάση Λουτράκι. Πάμε από παλιά.

Η ομάδα ξεκινάει. Λίγα μόλις μέτρα μετά την πλάστιγγα, η ομάδα, έχει μετατραπεί σε αγέλη.

Οι γρήγοροι χάνονται σχεδόν αμέσως μπροστά. Θα τους συναντήσουμε στο Λουτράκι. Τα δύο τρία άτομα που γνωρίζονται μεταξύ τους, αποτελούν τον πυρήνα που κρατά κοντά μεταξύ τους αυτούς που δεν γνωρίζονται και παν αργά. Ένας νέος (ο πιο αργός) πήγε με τους «γρήγορους» θα τον βρούμε αργότερα (δόξα στον Θεό των κινητών).

Όσο πλησιάζουμε τα διόδια, πυκνώνει η κίνηση. Όμως επειδή ανοίγει ο δρόμος, μπορούμε πια να είμαστε αδιάσπαστα μια γραμμή (δεξιά κοντά στην Λ. Ε. Α. ).

Μπαίνουμε δεξιά στην παράκαμψη, και επιτέλους βρισκόμαστε στην παλιά εθνική Αθηνών – Κορίνθου.

Η ορεινή διαδρομή, μας αποκαλύπτει αμέσως την ομορφιά της. Η φιδίσια λωρίδα, ελίσσετε στην άκρη του βουνού που αγναντεύει από ψηλά τις δαντελωτές ακτές του κορινθιακού κόλπου και τον γαλάζιο ορίζοντα. Τα αλλεπάλληλα «εσάκια» και τις σιδηροδρομικές γραμμές, διαδέχονται τα παραλιακά χωριουδάκια.

Η παλιά εθνική δεν είναι άδεια. Είχαν κι αρκετοί κροκόδειλοι με «ι. χ.» την ίδια ιδέα μ’ εμάς. Παρ’ όλα αυτά, αποφύγαμε το μποτιλιάρισμα της νέας. Διανύοντας δε, μία σαφώς ομορφότερη διαδρομή.

12:30 είμαστε πια στο Λουτράκι. Ο κεντρικός δρόμος είναι σχεδόν απροσπέλαστος από τα συνωστισμένα «κουβαδάκια και τους οδηγούς τους». Μια στάση εκτός προγράμματος, να βγάλουμε ψιλά απ την τράπεζα.

Κατά την διάρκεια της αναμονής, χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι οι γρήγοροι. Αφού πήγαν στο σημείο του ραντεβού, κι είδαν ότι δεν υπήρχαν «αργοπορημένα μέλη», λόγω πολυκοσμίας προτίμησαν να επιλέξουν τους «καταρράκτες» για να πιούμε καφέ.

Είναι υπέροχα. Η κίνηση μπροστά στο μαγαζί είναι χαλαρή. Ο πολύς κόσμος, κατευθύνετε προς άλλες κατευθύνσεις ή έχει τελικό προορισμό, το Λουτράκι.

Ευτυχώς. Στην υπόλοιπη διαδρομή, θα είμαστε μόνοι μας.

Οι έχοντες μικρή αυτονομία, πάνε για βενζίνη. Έχουμε αρκετά μεγάλο κομμάτι μπροστά μας χωρίς βενζινάδικο. Δεν υπάρχει λόγος για περιπέτειες. Λόγω του ότι πρέπει να μπουν στον πολτό με τα ακίνητα κάρα μέσα στην πόλη για να βάλουν βενζίνη, υπάρχει μια μικρή καθυστέρηση.

Οι έξι μηχανές που θ’ ακολουθήσουν την διαδρομή μέσα απ τα βουνά, ετοιμάζονται. Οι υπόλοιποι έχουν την γυναίκα που αλείφει με λίπος στο μαστίγιο στο σπίτι, αν αργήσουν για το Κυριακάτικο τραπέζι.

Ξεκινάμε χαλαρά. Ν ανέβουμε το βουνό. Πάμε με 40 – 50 γιατί είναι κρύα τα λάστιχα. Μπαίνουμε στον «σαλίγκαρο» σιγά-σιγά. Με σταθερό ρυθμό, και κοιτώντας τον καθρέπτη μετά από κάθε κλειστή στροφή, (εντάξει. Ακολουθεί ο επόμενος) κινούμαστε στην ελικοειδή διαδρομή.

Μετά από λίγα χιλιόμετρα, έχουμε σταθεροποιηθεί στα 60. Το αγροτικό τοπίο εναλλάσσετε με το δασικό, ενώ σε αρκετά σημεία απολαμβάνουμε την πανοραμική άποψη της φύσης του νομού Κορινθίας.

Οδηγώντας, παρατηρούμε το τοπίο και τις λεπτομέρειες του. Ένα δέντρο με παράξενο σχήμα, ένα πουλί που πετάει, ένα λοφάκι, ζούμε την διαδρομή. Της δίνουμε τον χρόνο να μας γεμίσει.

Ενώ για τον δρόμο που βρισκόμαστε δεν πηγαίνουμε αργά.

Μπορεί ναι μεν. Στα ανοιχτά κομμάτια να πηγαίνουμε με 60 ενώ θα μπορούσαμε άνετα να πάμε με 80 η 100, «μπαίνουμε» όμως επίσης με 60 σε στροφές που ο μέσος οδηγός μπαίνει με 40 η ακόμα και 20.

(Αυτό δεν συμβαίνει γιατί είμαστε οδηγάρες, ούτε γιατί είμαστε ριψοκίνδυνοι.

Συμβαίνει γιατί πηγαίνοντας με σταθερή ταχύτητα μέσα στα όρια που επιτρέπει ο κατασκευαστής του δρόμου, έχεις την δυνατότητα να εκτιμήσεις και να επεξεργαστείς τα δεδομένα, να επιλέξεις τις γραμμές που απαιτεί η στροφή, και να μπεις χωρίς καν να χρειαστεί να πατήσεις φρένο.

Αυτός είναι και ο πλέων ασφαλής τρόπος που γνωρίζω, για να βελτιώσει κανείς την οδηγική του ικανότητα.

Το να «διαβάζεις» έναν δρόμο και να επιλέγεις την σωστή μέση ωριαία ταχύτητα που χρειάζεται, ώστε να τον διανύεις χωρίς να καταπονείς το όχημα σου και χωρίς να θέτεις εαυτόν σε κίνδυνο ή να πηγαίνεις αργά, είναι αυτό που σε κάνει στην πραγματικότητα γρήγορο και καλό οδηγό τελικά.

Άλλωστε, τις δοκιμές δεν τις κάνεις παρέα με αγνώστους, τις κάνεις το πολύ μ έναν φίλο –ποτέ μόνος- που ξέρεις πόσο μπορεί ν ακολουθήσει και που. Η στην πίστα!!!

Όταν πάμε βόλτα, (ιδιαίτερα με κόσμο), πάμε να περάσουμε καλά. Δεν κάνουμε αυτοσχέδια track day κι αγώνες.

Άλλωστε, όσο γρήγοροι και να είμαστε, είμαστε μέτριοι. Οι γρήγοροι οδηγοί, βρίσκονται στην πίστα. Και καταξιώνονται μέσα σ αυτήν.)

Αφού λοιπόν περάσουμε τα Πίσια, Σημείωση. Μπαίνοντας στο χωριό, βλέπουμε μπροστά μας ένα απαγορευτικό κι ένα εκκλησάκι. Το αντιμετοπίζουμε σαν πλατεία. Ακολουθούμε «υποχρεωτική κυκλική πορεία, και παρακάμπτοντας το απαγορευτικό σήμα χωρίς να το παραβιάσουμε, βρισκόμαστε και πάλι στην πορεία μας. Αν πάμε δεξιά θα βγούμε σε ταβέρνα.

Ακολουθεί ένα από τα πιο αργά κομμάτια της διαδρομής. Συνεχείς στροφές γλύφουν την πλαγιά, κι εμποδίζουν το να δεις όλους όσους ακολουθούν.

Στο πρώτο ίσιωμα, στάση για ανασύνταξη. Να μας προλάβουν οι αργοί. Κάνουμε κι ένα τσιγαράκι.

Τελικά καλά θα είχα κάνει να πάρω μαζί μου και camera

Πάντα υπάρχει χρόνος για μια καλή φωτογραφία.

Άλλη φορά θα την έχω μαζί μου ακόμα κι αν δεν την χρησιμοποιήσω καθόλου.

Η 50 περίπου χιλιομέτρων διαδρομή, αφού κατέβουμε απ’ το βουνο, συνεχίζετε παραλιακά. Πέρνάει από την πανέμορφη Μαυρολίμνη , καταλήγοντας στο Αλεποχώρι.

Τα δύο καλύτερα πράγματα στον κόσμο, μετά την βόλτα, είναι ένα καλό ταβερνάκι, με καλό κρασί και φαγητό.

Στην προκειμένη κάτσαμε στο «Αίγειρα». Κι αν και περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, εγώ ικανοποιημένος έμεινα. Καλό φαγητό και ψημένο σωστά.

Αν και το σύνηθες είναι σ αυτά τα μέρη να τιμάμε τα δώρα της θάλασσας, προτιμήσαμε τα παϊδάκια. Ζουμερά και ψημένα σωστά, με τα αναμενόμενα παρελκόμενα. (πατάτες, σαλατικά κλπ).

Ικανοποιημένους είδα και τους συνδαιτυμόνες.

Μεταξύ κράσου και μεζέ, η ώρα κυλάει ευχάριστα με χαλαρή συζήτηση κι έχει πάει αισίως σχεδόν έξι.

Ώρα να φεύγουμε σιγά-σιγά.

Τώρα πια δεν χρειάζονται συνεννοήσεις, ξέρουμε προς τα πού πάμε και πως.

Παίρνουμε ο καθένας την θέση του, ακολουθούμε την παραλία, και στην μοναδική διασταύρωση, κάνουμε δεξιά προς Μέγαρα.

Ο δρόμος μας βγάζει και πάλι στην παλιά εθνική οδό, Αθηνών – Κορίνθου, όπου στρίβουμε αριστερά προς Αθήνα.

Στα διυλιστήρια, αντί να κάνουμε δεξιά για να περάσουμε μέσα απ’ την Ελευσίνα, προτιμάμε να πάμε ευθεία και να βγούμε ακριβώς μετά τα διόδια λίγο πριν την είσοδο στην Αττική οδό.

Εδώ πια, σταματάμε δεξιά, ενώ η τελευταία ακτίνα του ήλιου σβήνει, χαιρετιόμαστε γνωρίζοντας πως σύντομα θα ξαναβρεθούμε και θα απολαύσουμε μια άλλη βόλτα, σε μια διαφορετική, εξίσου όμως όμορφη διαδρομή.

Η συμπαγής γραμμή από τις μηχανές που κινούνταν σε σειρά, σβήνει σαν να μην υπήρξε.

Κι ο καθένας μόνος, γεμάτος από τις εικόνες και τα συναισθήματα που γέμισαν την μέρα του, γυρνάει και πάλι στους ατομικούς του ρυθμούς. έχοντας εγκαινιάσει την γνωριμία και μοιραστεί, την ομορφιά της φύσης και της μηχανής, με τους καινούριους του φίλους


..........................................................................................................................................

Σαν βγεις στον πηγαιμό για το Λουτράκι, να εύχεσαι να είναι βατός του πηγαιμού ο δρόμος.

Τους Ι.Χ.-δες και τα διόδια να τα φοβάσαι. Ώρες πολλές ακίνητο στην εθνική. Μπορεί να σε κρατήσουν.

Γι αυτό να πας από παλιά!!!.

Κυριακή πρωί. Πρώτη λιακάδα του χειμώνα. Όλα τα ταλαιπωρημένα από τον εβδομαδιαίο κάματο ανθρωπάκια, παίρνουν τα «κουβαδάκια» τους, με την ελπίδα να βάλουν έστω Τρίτη στο σασμάν (έτσι για αλλαγή) και να πιουν καφέ στην παραλία. Με αποτέλεσμα φυσικά, να μετατρέψουν την εθνική, σε Πατησίων.

Το ραντεβού είναι κανονισμένο για τις 11:00 στην «πλάστιγγα» (τώρα πια τουριστικό περίπτερο Χαϊδαρίου) αναχώρηση 11:20. έγραφε το post.

Έχεις φτάσει στην ώρα σου. Είσαι πρώτος. Παίρνεις ένα καφεδάκι και περιμένεις.

Σκέπτεσαι την διαδρομή: Αθήνα (από παλιά), Λουτράκι , Πίσια , Σχίνο , Αλεποχώρι , Μέγαρα , Αθήνα.

Ενώ απολαμβάνεις τον χειμωνιάτικο ήλιο.

Λατρεύεις τις Αλκυονίδες μέρες. Είναι τόσο φωτεινές. Τόσο γλυκές. Τόσο ζωντανές. Όμορφες!!! Όλα είναι λαμπερά και με ζωηρά χρώματα. Κι η θερμοκρασία τόσο φιλική.

Κι ενώ χάνεσαι ρεμβάζοντας κάτω απ το τρυφερό χάδι του ήλιου, αρχίζουν να καταφτάνουν οι πρώτες μηχανές. Και μόλις βγει το κράνος, είτε αναγνωρίζεις ένα γνωστό πρόσωπο, είτε την αναρώτηση στο βλέμμα. Τώρα αυτός που με κοιτάει. Μ’ εμάς είναι η με τους άλλους;

Γιατί υπάρχουν κι άλλοι. Πολλοί άλλοι. Κάποιοι απ’ τους οποίους θα πάνε Επίδαυρο, Ναύπλιο η όπου αλλού.

Σιγά-Σιγά, ξεχωρίζουν τα γκρουπ καταλαβαίνεις ποιοι είναι οι δικοί σου. Φτιάχνετε κι εσείς το πηγαδάκι σας, συζητώντας για το αν υπάρχουν αλλαγές στην διαδρομή, που θα γίνουν στάσεις, κλπ

Κάποιος καθυστερημένος, τηλεφωνεί. Έρχομαι. Σε 5 λεπτά έφτασα. Μην φύγετε.

Ώρα να ζεστάνουμε τις μηχανές. Αρχίζουν ήχοι από μίζες και κινητήρες να γεμίζουν τον χώρο. Χωρίζονται τα γκρουπ των αργών και των γρήγορων.

Κι οι οδηγοί, χωρίς βιασύνη, χαλαρά, κουμπώνουν τα μπουφάν και βάζουν τα κράνη τους. Αργά. Με μια νωχελική σχολαστικότητα

Επιτέλους, φτάνει κι ο αργοπορημένος. Βάζουμε τα γάντια, ξε-παρκάρουμε, μετριόμαστε και μπαίνουμε στην σειρά. Τελευταία ερώτηση. Έχουμε όλοι βενζίνη; Καταφατικά νεύματα απαντούν ναι. Πρώτη στάση Λουτράκι. Πάμε από παλιά.

Η ομάδα ξεκινάει. Λίγα μόλις μέτρα μετά την πλάστιγγα, η ομάδα, έχει μετατραπεί σε αγέλη.

Οι γρήγοροι χάνονται σχεδόν αμέσως μπροστά. Θα τους συναντήσουμε στο Λουτράκι. Τα δύο τρία άτομα που γνωρίζονται μεταξύ τους, αποτελούν τον πυρήνα που κρατά κοντά μεταξύ τους αυτούς που δεν γνωρίζονται και παν αργά. Ένας νέος (ο πιο αργός) πήγε με τους «γρήγορους» θα τον βρούμε αργότερα (δόξα στον Θεό των κινητών).

Όσο πλησιάζουμε τα διόδια, πυκνώνει η κίνηση. Όμως επειδή ανοίγει ο δρόμος, μπορούμε πια να είμαστε αδιάσπαστα μια γραμμή (δεξιά κοντά στην Λ. Ε. Α. ).

Μπαίνουμε δεξιά στην παράκαμψη, και επιτέλους βρισκόμαστε στην παλιά εθνική Αθηνών – Κορίνθου.

Η ορεινή διαδρομή, μας αποκαλύπτει αμέσως την ομορφιά της. Η φιδίσια λωρίδα, ελίσσετε στην άκρη του βουνού που αγναντεύει από ψηλά τις δαντελωτές ακτές του κορινθιακού κόλπου και τον γαλάζιο ορίζοντα. Τα αλλεπάλληλα «εσάκια» και τις σιδηροδρομικές γραμμές, διαδέχονται τα παραλιακά χωριουδάκια.

Η παλιά εθνική δεν είναι άδεια. Είχαν κι αρκετοί κροκόδειλοι με «ι. χ.» την ίδια ιδέα μ’ εμάς. Παρ’ όλα αυτά, αποφύγαμε το μποτιλιάρισμα της νέας. Διανύοντας δε, μία σαφώς ομορφότερη διαδρομή.

12:30 είμαστε πια στο Λουτράκι. Ο κεντρικός δρόμος είναι σχεδόν απροσπέλαστος από τα συνωστισμένα «κουβαδάκια και τους οδηγούς τους». Μια στάση εκτός προγράμματος, να βγάλουμε ψιλά απ την τράπεζα.

Κατά την διάρκεια της αναμονής, χτυπάει το τηλέφωνο. Είναι οι γρήγοροι. Αφού πήγαν στο σημείο του ραντεβού, κι είδαν ότι δεν υπήρχαν «αργοπορημένα μέλη», λόγω πολυκοσμίας προτίμησαν να επιλέξουν τους «καταρράκτες» για να πιούμε καφέ.

Είναι υπέροχα. Η κίνηση μπροστά στο μαγαζί είναι χαλαρή. Ο πολύς κόσμος, κατευθύνετε προς άλλες κατευθύνσεις ή έχει τελικό προορισμό, το Λουτράκι.

Ευτυχώς. Στην υπόλοιπη διαδρομή, θα είμαστε μόνοι μας.

Οι έχοντες μικρή αυτονομία, πάνε για βενζίνη. Έχουμε αρκετά μεγάλο κομμάτι μπροστά μας χωρίς βενζινάδικο. Δεν υπάρχει λόγος για περιπέτειες. Λόγω του ότι πρέπει να μπουν στον πολτό με τα ακίνητα κάρα μέσα στην πόλη για να βάλουν βενζίνη, υπάρχει μια μικρή καθυστέρηση.

Οι έξι μηχανές που θ’ ακολουθήσουν την διαδρομή μέσα απ τα βουνά, ετοιμάζονται. Οι υπόλοιποι έχουν την γυναίκα που αλείφει με λίπος στο μαστίγιο στο σπίτι, αν αργήσουν για το Κυριακάτικο τραπέζι.

Ξεκινάμε χαλαρά. Ν ανέβουμε το βουνό. Πάμε με 40 – 50 γιατί είναι κρύα τα λάστιχα. Μπαίνουμε στον «σαλίγκαρο» σιγά-σιγά. Με σταθερό ρυθμό, και κοιτώντας τον καθρέπτη μετά από κάθε κλειστή στροφή, (εντάξει. Ακολουθεί ο επόμενος) κινούμαστε στην ελικοειδή διαδρομή.

Μετά από λίγα χιλιόμετρα, έχουμε σταθεροποιηθεί στα 60. Το αγροτικό τοπίο εναλλάσσετε με το δασικό, ενώ σε αρκετά σημεία απολαμβάνουμε την πανοραμική άποψη της φύσης του νομού Κορινθίας.

Οδηγώντας, παρατηρούμε το τοπίο και τις λεπτομέρειες του. Ένα δέντρο με παράξενο σχήμα, ένα πουλί που πετάει, ένα λοφάκι, ζούμε την διαδρομή. Της δίνουμε τον χρόνο να μας γεμίσει.

Ενώ για τον δρόμο που βρισκόμαστε δεν πηγαίνουμε αργά.

Μπορεί ναι μεν. Στα ανοιχτά κομμάτια να πηγαίνουμε με 60 ενώ θα μπορούσαμε άνετα να πάμε με 80 η 100, «μπαίνουμε» όμως επίσης με 60 σε στροφές που ο μέσος οδηγός μπαίνει με 40 η ακόμα και 20.

(Αυτό δεν συμβαίνει γιατί είμαστε οδηγάρες, ούτε γιατί είμαστε ριψοκίνδυνοι.

Συμβαίνει γιατί πηγαίνοντας με σταθερή ταχύτητα μέσα στα όρια που επιτρέπει ο κατασκευαστής του δρόμου, έχεις την δυνατότητα να εκτιμήσεις και να επεξεργαστείς τα δεδομένα, να επιλέξεις τις γραμμές που απαιτεί η στροφή, και να μπεις χωρίς καν να χρειαστεί να πατήσεις φρένο.

Αυτός είναι και ο πλέων ασφαλής τρόπος που γνωρίζω, για να βελτιώσει κανείς την οδηγική του ικανότητα.

Το να «διαβάζεις» έναν δρόμο και να επιλέγεις την σωστή μέση ωριαία ταχύτητα που χρειάζεται, ώστε να τον διανύεις χωρίς να καταπονείς το όχημα σου και χωρίς να θέτεις εαυτόν σε κίνδυνο ή να πηγαίνεις αργά, είναι αυτό που σε κάνει στην πραγματικότητα γρήγορο και καλό οδηγό τελικά.

Άλλωστε, τις δοκιμές δεν τις κάνεις παρέα με αγνώστους, τις κάνεις το πολύ μ έναν φίλο –ποτέ μόνος- που ξέρεις πόσο μπορεί ν ακολουθήσει και που. Η στην πίστα!!!

Όταν πάμε βόλτα, (ιδιαίτερα με κόσμο), πάμε να περάσουμε καλά. Δεν κάνουμε αυτοσχέδια track day κι αγώνες.

Άλλωστε, όσο γρήγοροι και να είμαστε, είμαστε μέτριοι. Οι γρήγοροι οδηγοί, βρίσκονται στην πίστα. Και καταξιώνονται μέσα σ αυτήν.)

Αφού λοιπόν περάσουμε τα Πίσια, Σημείωση. Μπαίνοντας στο χωριό, βλέπουμε μπροστά μας ένα απαγορευτικό κι ένα εκκλησάκι. Το αντιμετοπίζουμε σαν πλατεία. Ακολουθούμε «υποχρεωτική κυκλική πορεία, και παρακάμπτοντας το απαγορευτικό σήμα χωρίς να το παραβιάσουμε, βρισκόμαστε και πάλι στην πορεία μας. Αν πάμε δεξιά θα βγούμε σε ταβέρνα.

Ακολουθεί ένα από τα πιο αργά κομμάτια της διαδρομής. Συνεχείς στροφές γλύφουν την πλαγιά, κι εμποδίζουν το να δεις όλους όσους ακολουθούν.

Στο πρώτο ίσιωμα, στάση για ανασύνταξη. Να μας προλάβουν οι αργοί. Κάνουμε κι ένα τσιγαράκι.

Τελικά καλά θα είχα κάνει να πάρω μαζί μου και camera

Πάντα υπάρχει χρόνος για μια καλή φωτογραφία.

Άλλη φορά θα την έχω μαζί μου ακόμα κι αν δεν την χρησιμοποιήσω καθόλου.

Η 50 περίπου χιλιομέτρων διαδρομή, αφού κατέβουμε απ’ το βουνο, συνεχίζετε παραλιακά. Πέρνάει από την πανέμορφη Μαυρολίμνη , καταλήγοντας στο Αλεποχώρι.

Τα δύο καλύτερα πράγματα στον κόσμο, μετά την βόλτα, είναι ένα καλό ταβερνάκι, με καλό κρασί και φαγητό.

Στην προκειμένη κάτσαμε στο «Αίγειρα». Κι αν και περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, εγώ ικανοποιημένος έμεινα. Καλό φαγητό και ψημένο σωστά.

Αν και το σύνηθες είναι σ αυτά τα μέρη να τιμάμε τα δώρα της θάλασσας, προτιμήσαμε τα παϊδάκια. Ζουμερά και ψημένα σωστά, με τα αναμενόμενα παρελκόμενα. (πατάτες, σαλατικά κλπ).

Ικανοποιημένους είδα και τους συνδαιτυμόνες.

Μεταξύ κράσου και μεζέ, η ώρα κυλάει ευχάριστα με χαλαρή συζήτηση κι έχει πάει αισίως σχεδόν έξι.

Ώρα να φεύγουμε σιγά-σιγά.

Τώρα πια δεν χρειάζονται συνεννοήσεις, ξέρουμε προς τα πού πάμε και πως.

Παίρνουμε ο καθένας την θέση του, ακολουθούμε την παραλία, και στην μοναδική διασταύρωση, κάνουμε δεξιά προς Μέγαρα.

Ο δρόμος μας βγάζει και πάλι στην παλιά εθνική οδό, Αθηνών – Κορίνθου, όπου στρίβουμε αριστερά προς Αθήνα.

Στα διυλιστήρια, αντί να κάνουμε δεξιά για να περάσουμε μέσα απ’ την Ελευσίνα, προτιμάμε να πάμε ευθεία και να βγούμε ακριβώς μετά τα διόδια λίγο πριν την είσοδο στην Αττική οδό.

Εδώ πια, σταματάμε δεξιά, ενώ η τελευταία ακτίνα του ήλιου σβήνει, χαιρετιόμαστε γνωρίζοντας πως σύντομα θα ξαναβρεθούμε και θα απολαύσουμε μια άλλη βόλτα, σε μια διαφορετική, εξίσου όμως όμορφη διαδρομή.

Η συμπαγής γραμμή από τις μηχανές που κινούνταν σε σειρά, σβήνει σαν να μην υπήρξε.

Κι ο καθένας μόνος, γεμάτος από τις εικόνες και τα συναισθήματα που γέμισαν την μέρα του, γυρνάει και πάλι στους ατομικούς του ρυθμούς. έχοντας εγκαινιάσει την γνωριμία και μοιραστεί, την ομορφιά της φύσης και της μηχανής, με τους καινούριους του φίλους


..........................................................................................................................................

..........................................................................................................................................